σπλεκῶ

σπλεκῶ
σπλεκόω
have sexual intercourse
pres subj act 1st sg
σπλεκόω
have sexual intercourse
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπλεκώ — όω, Α βλ. πλεκῶ …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • καταδιασπλεκώ — καταδιασπλεκῶ, όω (Α) έχω πολύ έντονη επιθυμία για σαρκική απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δια σπλεκῶ «συνουσιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατασπλεκώ — κατασπλεκῶ, όω (Α) κατελαύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπλεκῶ «συνουσιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σπεκλώ — όω, ΜΑ έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπλεκώ (βλ. πλεκῶ) με μετάθεση τού λ ] …   Dictionary of Greek

  • σπλέκωμα — τὸ, Α [σπλεκῶ] συνουσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”